- κυανόπλοκος
- κῠᾰνόπλοκος, -ον1 dark haired κυανοπλόκοιο ποντίας Θέτιος (κυανοκόμοιο Π̆{im}) Pae. 6.83
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
κυανόπλοκος — κυανόπλοκος, ον (Α) κυανοπλόκαμος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + πλοκος (< πλέκω), πρβλ. θεό πλοκος, σιδηρό πλοκος] … Dictionary of Greek
κυανοπλόκοιο — κυανόπλοκος masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύανος — ο (AM κύανος, ο, η Α και κυανός) βαθυκύανη, σκούρα μπλε χρωστική ουσία, με την απόχρωση και τη στιλπνότητα τού λαζουρίτη μσν. αρχ. το βαθυκύανο, κυανόμαυρο στιλπνό χρώμα αρχ. 1. ο λαζουρίτης λίθος, από τη σκόνη τού οποίου κατασκεύαζαν χρωστική… … Dictionary of Greek